- εὔτοξος
- εὔτοξ-ος, ον,A with good arrows,
φαρέτρη APl.4.214
(Secund.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαρέτρη APl.4.214
(Secund.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύτοξος — εὔτοξος, ον (Α) (για τη φαρέτρα) αυτή που έχει ωραία τόξα ή βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόξον] … Dictionary of Greek
εὔτοξον — εὔτοξος with good arrows masc/fem acc sg εὔτοξος with good arrows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτοξία — εὐτοξία, ἡ (Α) [εύτοξος] (πιθ. αντί ευστοχία) η επιτηδειότητα στο τόξο … Dictionary of Greek